σωρειτομελανίας

σωρειτομελανίας
ο, Ν
(μετεωρ.)
κύριος τύπος νεφών μεγάλης κατακόρυφης ανάπτυξης τών οποίων οι σωρειτόμορφες διαστρώσεις ανυψώνονται με τη μορφή ογκωδών ορέων ή τεράστιων πύργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρείτης + μελανίας «παχύ στρώμα άμορφων μελανών νεφών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”